τετραγράμματος

τετραγράμματος
-η, -ο / τετραγράμματος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αποτελείται από τέσσερα γράμματα
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραγράμματον
τα τέσσερα εβραϊκά σύμφωνα (YHWH) που συμβολίζουν το προσωπικό όνομα τού θεού τών Ισραηλιτών Γιαχβέ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + -γράμματος (< γράμμα, -ατος), πρβλ. μονο-γράμματος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τετραγράμματον — τετραγράμματος of four letters masc/fem acc sg τετραγράμματος of four letters neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραγραμμάτους — τετραγράμματος of four letters masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραγραμμάτῳ — τετραγράμματος of four letters masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • τετράγραμμος — ον, ΜΑ μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετράγραμμον τα τέσσερα εβραϊκά σύμφωνα (YHWH) που συμβολίζουν το προσωπικό όνομα τού θεού τών Ισραηλιτών Γιαχβέ, αλλ. τετραγράμματον αρχ. 1. αυτός που αποτελείται από τέσσερα γράμματα, τετραγράμματος 2. πιθ.… …   Dictionary of Greek

  • ՉՈՐԵՔԳՐԵԱՆ — (րենի.) NBH 2 0578 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 13c ա. τετραγράμματος quatuor litteris constans. Բաղկացեալ ի չորից նշանագրաց կամ տառից. որպիսի է անունն աստուծոյ անթարգմանելի առ եբրայեցիս, եհւհ. այն է եհովահ, իմա՛, է՛եւէ՛. թստ մեզ՝ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”